αφανιστικός

αφανιστικός
ἀφανιστικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που προκαλεί εξαφάνιση ή αφανισμό, ο καταστρεπτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀφανιστικός — destroyer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφανιστικός — ή, ό καταστρεπτικός, ολέθριος: Κοντά στα άλλα τη χώρα τη χτύπησε και σεισμός αφανιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφανιστικά — ἀφανιστικός destroyer neut nom/voc/acc pl ἀφανιστικά̱ , ἀφανιστικός destroyer fem nom/voc/acc dual ἀφανιστικά̱ , ἀφανιστικός destroyer fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστικῶν — ἀφανιστικός destroyer fem gen pl ἀφανιστικός destroyer masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστικόν — ἀφανιστικός destroyer masc acc sg ἀφανιστικός destroyer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστικαῖς — ἀφανιστικός destroyer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστικαί — ἀφανιστικός destroyer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστικοί — ἀφανιστικός destroyer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστικούς — ἀφανιστικός destroyer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανιστικῆς — ἀφανιστικός destroyer fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”